Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατάρτιση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάρτιση οι καταρτίσεις
      γενική της κατάρτισης* των καταρτίσεων
    αιτιατική την κατάρτιση τις καταρτίσεις
     κλητική κατάρτιση καταρτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάρτιση < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταρτίζω < ἀρτίζω < ἄρτι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατάρτιση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταρτίζω
  2. εκπαίδευση, παροχή ή απόκτηση των απαραίτητων πνευματικών εφοδίων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]