κατάρτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάρτιση | οι | καταρτίσεις |
γενική | της | κατάρτισης* | των | καταρτίσεων |
αιτιατική | την | κατάρτιση | τις | καταρτίσεις |
κλητική | κατάρτιση | καταρτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάρτιση < (ελληνιστική κοινή) κατάρτισις < αρχαία ελληνική καταρτίζω < ἀρτίζω < ἄρτι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάρτιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταρτίζω
- εκπαίδευση, παροχή ή απόκτηση των απαραίτητων πνευματικών εφοδίων