κατάσκιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάσκιος η κατάσκια το κατάσκιο
      γενική του κατάσκιου της κατάσκιας του κατάσκιου
    αιτιατική τον κατάσκιο την κατάσκια το κατάσκιο
     κλητική κατάσκιε κατάσκια κατάσκιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάσκιοι οι κατάσκιες τα κατάσκια
      γενική των κατάσκιων των κατάσκιων των κατάσκιων
    αιτιατική τους κατάσκιους τις κατάσκιες τα κατάσκια
     κλητική κατάσκιοι κατάσκιες κατάσκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάσκιος < αρχαία ελληνική κατάσκιος < κατά- + σκιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.scos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐σκιος

παλιότερη προφορά:

ΔΦΑ : /kaˈta.sci.os/
παλιότερος συλλαβισμός: κα‐τά‐σκι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάσκιος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]