κατάφαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάφαση οι καταφάσεις
      γενική της κατάφασης* των καταφάσεων
    αιτιατική την κατάφαση τις καταφάσεις
     κλητική κατάφαση καταφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάφαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάφασις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affirmation)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.fa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐φα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάφαση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]