κατάφρακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάφρακτος η κατάφρακτη το κατάφρακτο
      γενική του κατάφρακτου της κατάφρακτης του κατάφρακτου
    αιτιατική τον κατάφρακτο την κατάφρακτη το κατάφρακτο
     κλητική κατάφρακτε κατάφρακτη κατάφρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάφρακτοι οι κατάφρακτες τα κατάφρακτα
      γενική των κατάφρακτων των κατάφρακτων των κατάφρακτων
    αιτιατική τους κατάφρακτους τις κατάφρακτες τα κατάφρακτα
     κλητική κατάφρακτοι κατάφρακτες κατάφρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάφρακτος < αρχαιαοελληνικό επίθετο κατάφρακτος και ακόμα παλαιότερα κατάφαρκτος < κατά + φρακτός ή φαρκτός

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάφρακτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]