κατάχαμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάχαμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάχαμα < [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.xa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐χα‐μα

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάχαμα (τοπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάχαμα < αρχαία ελληνική πρόθεση κατά + επίρρημα χαμ(αί) + με την επίδραση της κατάληξης άλλων μεσαιωνικών επιρρημάτων

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάχαμα (τοπικό επίρρημα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]