κατάχρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάχρηση < κατάχρησις < καταχρώμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάχρηση θηλυκό
- η υπερβολική χρήση
- ο αλκοολικός κάνει κατάχρηση αλκοόλ
- τον έφαγαν οι καταχρήσεις -έπινε, ξενυχτούσε, έτρωγε το καταπέτασμα, κάπνιζε, γενικά ζούσε πολύ άσωτα
- Τον είχα σαν αδελφό μου, αλλά τελικά έκανε κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου
- οι ρουσφετολογικοί διορισμοί ουσιαστικά συνιστούν κατάχρηση εξουσίας
- ο σφετερισμός χρημάτων άλλων προσώπων ή εταιρειών
- έφαγε οκτώ χρόνια κάθειρξη για την κατάχρηση από το ταμείο της τράπεζας