κατάψυξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάψυξη οι καταψύξεις
      γενική της κατάψυξης* των καταψύξεων
    αιτιατική την κατάψυξη τις καταψύξεις
     κλητική κατάψυξη καταψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταψύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κατάψυξη που έχει γεμίσει πάγο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάψυξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάψυ(ξις) + -ξη < καταψύχω < κατα- + ψύχω (ψύχω κάτι πολύ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.psi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐ψυ‐ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάψυξη θηλυκό

  1. η έκθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών σε πολύ χαμηλής θερμοκρασίας ώστε να παγώσουν
     συνώνυμα: πάγωμα, ψύξη
  2. (μεταφορικά) διακοπή, αναβολή, ή αναστολή μιας διαδικασίας
    Το θέμα μπήκε στην κατάψυξη και δε θα συζητηθεί πλέον.
  3. περιορισμένος χώρος με θερμοκρασία χαμηλότερη του ψυγείου για πιο μακροχρόνια συντήρηση τροφίμων
    → δείτε και τη λέξη καταψύκτης

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ψύχω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]