- κατέχω < αρχαία ελληνική κατέχω
- ΔΦΑ : /kaˈte.xo/
κατέχω, παθ. φωνή: κατέχομαι, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου
- ≠ αντώνυμα: στερούμαι
- διατηρώ στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής σε ξένη χώρα και την ελέγχω
- ≈ συνώνυμα: καταλαμβάνω
- γνωρίζω κάτι καλά
- κατέχεις τίποτα από ηλεκτρολογικά;
πρόσωπα
|
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
Εξ. Μέλλ.
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Μετοχή
|
α' ενικ.
|
κατέχω
|
κατείχα
|
θα κατέχω
|
να κατέχω
|
|
κατέχοντας
|
β' ενικ.
|
κατέχεις
|
κατείχες
|
θα κατέχεις
|
να κατέχεις
|
κάτεχε
|
γ' ενικ.
|
κατέχει
|
κατείχε
|
θα κατέχει
|
να κατέχει
|
|
α' πληθ.
|
κατέχουμε
|
κατείχαμε
|
θα κατέχουμε
|
να κατέχουμε
|
|
β' πληθ.
|
κατέχετε
|
κατείχατε
|
θα κατέχετε
|
να κατέχετε
|
κατέχετε
|
γ' πληθ.
|
κατέχουν(ε)
|
κατείχαν κατείχαν(ε)
|
θα κατέχουν(ε)
|
να κατέχουν(ε)
|
|
Αρχικοί χρόνοι
|
Ενεργητική φωνή
|
Μέση-Παθητική φωνή
|
Ενεστώτας
|
κατέχω
|
κατέχομαι
|
Παρατατικός
|
κατεῖχον
|
κατειχόμην
|
Μέλλοντας
|
καθέξω & κατασχήσω
|
καθέξομαι & κατασχήσομαι & κατασχεθήσομαι
|
Αόριστος
|
κατέσχον
|
κατεσχόμην & κατηνεξάμην & κατεσχέθην
|
Παρακείμενος
|
κατέσχηκα
|
κατέσχημαι
|
Υπερσυντέλικος
|
κατεσχήκειν
|
κατεσχήμην
|
Συντελ.Μέλλ.
|
|
|
- κατέχω < κατά + ἔχω
κατέχω
- κατέχω αντικείμενο, περιουσία, έχω κάτι στην κατοχή μου, το κάνω δικό μου
- σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι
- ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες
- πάρος τινὰ γαῖα καθέξει : σύντομα θα μας κάνει δικούς της η γη (θα πεθάνουμε)
- κατέχω γη, εξουσιάζω και παθητικό εξουσιάζομαι, κατέχομαι
- θήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσι
- καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι
- χαλιναγωγώ, συγκρατούμαι, αναχαιτίζω
- οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἐδυνάμην τὸν γέλωτα κατασχεῖν : ούτε εγώ μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου
- (μεταφορικά) γεμίζω, πλημμυρίζω, καθιστώ κάτι κυρίαρχο σε ένα χώρο
- οἰμωγὴ κατεῖχε πελαγίαν ἅλα
- νὺξ δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν/ σελήνη κατείχετο νεφέεσσιν
- συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν”
- φτάνω στη στεριά από τα ανοιχτά της θάλασσας
- ὁ δὲ δὴ ναυτικὸς στρατὸς ὁρμηθεὶς ἔπλεε καὶ κατέσχε τῆς Μαγνησίης χώρης
- επικρατώ
- ὁ βορέας κατεῖχεν
- αντιλαμβάνομαι
- τρίτον δὲ οὐ σφόδρα κατέχω τί βούλει φράζειν : δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω τι εννοείς με το τρίτο
κατέχω
Ενεργητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κατέχω
|
κατέχω
|
κατέχοιμι
|
-
|
σύ
|
κατέχεις
|
κατέχῃς
|
κατέχοις
|
κάτεχε
|
οὖτος
|
κατέχει
|
κατέχῃ
|
κατέχοι
|
κατεχέτω
|
ἡμεῖς
|
κατέχομεν
|
κατέχωμεν
|
κατέχοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
κατέχετε
|
κατέχητε
|
κατέχοιτε
|
κατέχετε
|
οὗτοι
|
κατέχουσι(ν)
|
κατέχωσι(ν)
|
κατέχοιεν
|
κατεχόντων / κατεχέτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κατέχειν
|
κατέχων
|
κατέχουσα
|
κάτεχον
|
Ενεργητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κατεῖχον
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
κατεῖχες
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
κατεῖχε
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
κατείχομεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
κατείχετε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
κατεῖχον
|
-
|
-
|
-
|
Ενεργητικός Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
καθέξω
|
-
|
καθέξοιμι
|
-
|
σύ
|
καθέξεις
|
-
|
καθέξοις
|
-
|
οὗτος
|
καθέξει
|
-
|
καθέξοι
|
-
|
ἡμεῖς
|
καθέξομεν
|
-
|
καθέξοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
καθέξετε
|
-
|
καθέξοιτε
|
-
|
οὗτοι
|
καθέξουσι(ν)
|
-
|
καθέξοιεν
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
καθέξειν
|
καθέξων
|
καθέξουσα
|
καθέξον
|
Ενεργητικός Αόριστος β'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κατέσχον
|
κατάσχω
|
κατάσχοιμι
|
-
|
σύ
|
κατέσχες
|
κατάσχῃς
|
κατάσχοις
|
κατάσχες
|
οὖτος
|
κατέσχε
|
κατάσχῃ
|
κατάσχοι
|
κατασχέτω
|
ἡμεῖς
|
κατέσχομεν
|
κατάσχωμεν
|
κατάσχοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
κατέσχετε
|
κατάσχητε
|
κατάσχοιτε
|
κατάσχετε
|
οὗτοι
|
κατέσχον
|
κατάσχωσι(ν)
|
κατάσχοιεν
|
κατασχόντων / κατασχέτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κατασχεῖν
|
κατασχών
|
κατασχοῦσα
|
κατασχόν
|
Ενεργητικός Παρακείμενος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κατέσχηκα
|
κατεσχήκω / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός ὦ
|
κατεσχήκοιμι / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός εἴην
|
-
|
σύ
|
κατέσχηκας
|
κατεσχήκῃς / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός ᾖς
|
κατεσχήκοις / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός εἴης
|
κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός ἴσθι
|
οὗτος
|
κατέσχηκε
|
κατεσχήκῃ / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός ᾖ
|
κατεσχήκοι / κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός εἴη
|
κατεσχηκώς, κατεσχηκυῖα, κατεσχηκός ἔστω
|
ἡμεῖς
|
κατεσχήκαμεν
|
κατεσχήκωμεν / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα ὦμεν
|
κατεσχήκοιμεν / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα εἴημεν/εἶμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
κατεσχήκατε
|
κατεσχήκητε / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα ἦτε
|
κατεσχήκοιτε / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα εἴητε/εἶτε
|
κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα ἔστε
|
οὗτοι
|
κατεσχήκασι(ν)
|
κατεσχήκωσι(ν) / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα ὦσι(ν)
|
κατεσχήκοιεν / κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα εἴησαν/εἶεν
|
κατεσχηκότες, κατεσχηκυῖαι, κατεσχηκότα ἔστων
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
κατεσχηκέναι
|
κατεσχηκώς
|
κατεσχηκυῖα
|
κατεσχηκός
|
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
κατεσχήκειν
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
κατεσχήκεις
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
κατεσχήκει
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
κατεσχήκεμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
κατεσχήκετε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
κατεσχήκεσαν
|
-
|
-
|
-
|
|