Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταβάλω

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταβάλω

  • α΄ ενικό πρόσωπο της υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβάλλω