καταβολάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταβολάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταβολάδα θηλυκό
- (βοτανική) τμήμα ορισμένων φυτών που, χωρίς να κοπεί, φυτεύεται στο έδαφος με σκοπό να δημιουργηθεί νέο φυτό, με νέο ρίζωμα