καταβολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: < αρχαία ελληνική καταβολή < καταβάλω < κατά + βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταβολισμός αρσενικό
- (βιοχημεία) η λειτουργία εκείνη του οργανισμού στην οποία οι πολύπλοκες ουσίες που προσλαμβάνει μετατρέπονται σε απλούστερες, προκειμένου να απελευθερωθεί ενέργεια. Αποτελεί τύπο μεταβολισμού.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταβολισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)