καταβρομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταβρομίζω < κατα- + βρομίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταβρομίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]