καταγέλαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταγέλαστος < αρχαία ελληνική καταγέλαστος < καταγελάω
Επίθετο[επεξεργασία]
καταγέλαστος
- που τον καταγελούν για τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά του