καταγγελία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταγγελία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταγγελία < αρχαία ελληνική καταγγέλλω
- για τον νομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dénonciation [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taŋ.ɟeˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταγ‐γε‐λί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταγγελία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταγγέλλω
- (νομικός όρος) η ειδοποίηση σε συμβαλλόμενο ότι ακυρώνεται μια συμφωνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το αποτέλεσμα του καταγγέλλω
|
νομικός όρος: ακυρώνω συμφωνία
|
[επεξεργασία]
- ↑ καταγγελία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταγγελίᾱ | αἱ | καταγγελίαι |
γενική | τῆς | καταγγελίᾱς | τῶν | καταγγελιῶν |
δοτική | τῇ | καταγγελίᾳ | ταῖς | καταγγελίαις |
αιτιατική | τὴν | καταγγελίᾱν | τὰς | καταγγελίᾱς |
κλητική ὦ! | καταγγελίᾱ | καταγγελίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταγγελίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταγγελίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- καταγγελία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταγγελία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)