καταγραφεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταγραφεύς οἱ καταγραφεῖς
      γενική τοῦ καταγραφέως τῶν καταγραφέων
      δοτική τῷ καταγραφεῖ τοῖς καταγραφεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καταγραφέ τοὺς καταγραφέᾱς
     κλητική ! καταγραφεῦ καταγραφεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγραφεῖ
γεν-δοτ τοῖν  καταγραφέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταγραφεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταγράφ(ω) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταγραφεύς, -έως αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]