καταγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καταγόμενος αρσενικό
- που κατάγεται από κάποιον τόπο
- ως καταγόμενη από ορεινό χωριό, δεν είχε δει ποτέ της θάλασσα
- τα καταγόμενα από την Αυστραλία δέντρα ήρθαν πρόσφατα στην Ευρώπη
- που κατάγεται από κάποια οικογένεια ή φυλή
- αν και καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, δεν κατάφερε να σπουδάσει
- είχαν διάφορα προνόμια, ως καταγόμενοι από βασιλική γενιά
- που αποτελεί εξέλιξη κάποιου πράγματος
- τα κάλαντα είναι έθιμο καταγόμενο από το τις ρωμαϊκές γιορτές των καλενδών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταγόμενος
|