καταγόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγόμενος η καταγόμενη το καταγόμενο
      γενική του καταγόμενου της καταγόμενης του καταγόμενου
    αιτιατική τον καταγόμενο την καταγόμενη το καταγόμενο
     κλητική καταγόμενε καταγόμενη καταγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγόμενοι οι καταγόμενες τα καταγόμενα
      γενική των καταγόμενων των καταγόμενων των καταγόμενων
    αιτιατική τους καταγόμενους τις καταγόμενες τα καταγόμενα
     κλητική καταγόμενοι καταγόμενες καταγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταγόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος κατάγομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈɣo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐γό‐με‐νος

Μετοχή

[επεξεργασία]

καταγόμενος αρσενικό (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  1. που κατάγεται από κάποιον τόπο
    Ως καταγόμενη από ορεινό χωριό, δεν είχε δει ποτέ της θάλασσα.
    Τα καταγόμενα από την Αυστραλία δέντρα ήρθαν πρόσφατα στην Ευρώπη.
     συνώνυμα: ορμώμενος (λόγιο)
  2. που κατάγεται από κάποια οικογένεια ή φυλή
    Αν και καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, δεν κατάφερε να σπουδάσει.
    Είχαν διάφορα προνόμια, ως καταγόμενοι από αριστοκρατική γενιά.
  3. που αποτελεί εξέλιξη κάποιου πράγματος
    Τα κάλαντα είναι έθιμο καταγόμενο από το τις ρωμαϊκές γιορτές των καλενδών.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]