καταγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.taˈɣo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐γό‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]καταγόμενος αρσενικό (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που κατάγεται από κάποιον τόπο
- που κατάγεται από κάποια οικογένεια ή φυλή
- ↪ Αν και καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, δεν κατάφερε να σπουδάσει.
- ↪ Είχαν διάφορα προνόμια, ως καταγόμενοι από αριστοκρατική γενιά.
- που αποτελεί εξέλιξη κάποιου πράγματος
- ↪ Τα κάλαντα είναι έθιμο καταγόμενο από το τις ρωμαϊκές γιορτές των καλενδών.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταγόμενος