καταδέχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδέχομαι < αρχαία ελληνική καταδέχομαι < κατά + δέχομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
καταδέχομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: καταδεχόμουν, στ.μέλλ.: θα καταδεχτώ, αόρ.: καταδέχτηκα
- δέχομαι να κάνω κάτι που ταιριάζει σε θέση κατώτερη από αυτήν που έχω ή θεωρώ ότι μου αξίζει
- Για δες την κόμισσα! Δεν καταδέχεται ούτε το πιάτο της να σηκώσει από το τραπέζι
- δέχομαι να έρθω σε επαφή με άλλους ανθρώπους
- Από τότε που κέρδισε το λαχείο ο Γιωργάκης, δεν μας καταδέχεται πια ...
- Μπα! Τρία χρόνια είχαμε να σε δούμε. Πώς και μας καταδέχτηκες;
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το ρήμα αυτό συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική ή ειρωνική σημασία ή σε αρνητικές προτάσεις. Αντίθετα, η παράγωγη λέξη καταδεκτικός λέγεται με θετική σημασία.