καταδίωξη
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδίωξη < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταδίωξη θηλυκό
- η κατά πόδας παρακολούθηση, η δίωξη με σκοπό τη σύλληψη ή την εξόντωση
- προσπάθεια για βλάβη προσώπου
- (νομ) ποινική δίωξη
- (ιατρ) μανία καταδιώξεως μορφή ψυχοπάθειας που εκδηλώνεται με την έμμονη ιδέα του αρρώστου ότι όλοι τον κατατρέχουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδίωξη