Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταδίωξη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδίωξη οι καταδιώξεις
      γενική της καταδίωξης* των καταδιώξεων
    αιτιατική την καταδίωξη τις καταδιώξεις
     κλητική καταδίωξη καταδιώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδιώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταδίωξη < καταδιώκω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταδίωξη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]