καταδικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδικαστικός < καταδικάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
καταδικαστικός
- σχετικός με καταδίκη, ή με κατάδικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδικαστικός
|