καταθέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθέτω
- θα καταθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καταθέσεις θηλυκό
- κατάθεση, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού