καταθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καταθέτης | οι | καταθέτες |
γενική | του | καταθέτη | των | καταθετών |
αιτιατική | τον | καταθέτη | τους | καταθέτες |
κλητική | καταθέτη | καταθέτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταθέτης < καταθέτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταθέτης αρσενικό
- αυτός που καταθέτει
- (ειδικότερα) αυτός που καταθέτει χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό ή, γενικότερα, που έχει καταθετικό λογαριασμό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικονομικός όρος