καταθέτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταθέτης < καταθέτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταθέτης αρσενικό
- αυτός που καταθέτει
- (ειδικότερα) αυτός που καταθέτει χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό ή, γενικότερα, που έχει καταθετικό λογαριασμό