καταθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καταθετικός
- που σχετίζεται με την κατάθεση, π.χ. χρημάτων σε τραπεζικό λογαρισμό, στεφάνων σε μνημείο, κ.α.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταθετικός