καταθλίβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταθλίβω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταθλίβω < αρχαία ελληνική κατα- + θλῑ́βω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈθli.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐θλί‐βω

καταθλίβω, αόρ.: κατέθλιψα, παθ.φωνή: καταθλίβομαι, π.αόρ.: - ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή

  1. (ψυχολογία) προκαλώ κατάθλιψη
  2. (σπάνιο) συμπιέζω, πιέζω
    Μια ανυψωτική βαλβίδα ανυψώνει το υγρό, ενώ μια καταλιπτική το αναρροφά και το καταθλίβει υπερνικώντας μια εξωτερική αντίσταση αδράνειας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατά και θλίβω

Παθητική φωνή:

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. καταθλίβομαι καταθλιβόμουν(α) θα καταθλίβομαι να καταθλίβομαι
β' ενικ. καταθλίβεσαι καταθλιβόσουν(α) θα καταθλίβεσαι να καταθλίβεσαι
γ' ενικ. καταθλίβεται καταθλιβόταν(ε) θα καταθλίβεται να καταθλίβεται
α' πληθ. καταθλιβόμαστε καταθλιβόμαστε
καταθλιβόμασταν
θα καταθλιβόμαστε να καταθλιβόμαστε
β' πληθ. καταθλίβεστε καταθλιβόσαστε
καταθλιβόσασταν
θα καταθλίβεστε να καταθλίβεστε καταθλίβεστε
γ' πληθ. καταθλίβονται καταθλίβονταν
καταθλιβόντουσαν
θα καταθλίβονται να καταθλίβονται

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]