καταιγιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταιγιστικός < καταιγισ(μός) + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.te.ʝi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ται‐γι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
καταιγιστικός
- (στρατιωτικός όρος) που έχει σχέση με καταιγισμό ρίψης βλημάτων
- ↪ καταιγιστικά πυρά
- (μεταφορικά) συνεχής διαδικασία, χωρίς τέλος, χωρίς σταματημό
- ↪ καταιγιστικές πληροφορίες, καταιγιστικές εξελίξεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καταιγίδα