καταιονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταιονώ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
καταιονώ ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη καταιονίζω
καταιονώ ουδέτερο