καταιωνιστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταιωνιστήρας οι καταιωνιστήρες
      γενική του καταιωνιστήρα των καταιωνιστήρων
    αιτιατική τον καταιωνιστήρα τους καταιωνιστήρες
     κλητική καταιωνιστήρα καταιωνιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταιωνιστήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταιωνιστήρας αρσενικό

  • διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για να ψεκάζει, συνήθως νερό
    καταιωνιστήρας λάντζας: διάταξη σε επαγγελματική κουζίνα (καταστημάτων εστίασης) για ξέπλυμα πιατικών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]