κατακάθομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακάθομαι < κάτω + κάθομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακάθομαι

  • υποχωρώ σιγά-σιγά προς τα κάτω, κάθομαι λόγω βαρύτητας, καθιζάνω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]