κατακλεισμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατακλεισμέν
ος
η
κατακλεισμέν
η
το
κατακλεισμέν
ο
γενική
του
κατακλεισμέν
ου
της
κατακλεισμέν
ης
του
κατακλεισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατακλεισμέν
ο
την
κατακλεισμέν
η
το
κατακλεισμέν
ο
κλητική
κατακλεισμέν
ε
κατακλεισμέν
η
κατακλεισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατακλεισμέν
οι
οι
κατακλεισμέν
ες
τα
κατακλεισμέν
α
γενική
των
κατακλεισμέν
ων
των
κατακλεισμέν
ων
των
κατακλεισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατακλεισμέν
ους
τις
κατακλεισμέν
ες
τα
κατακλεισμέν
α
κλητική
κατακλεισμέν
οι
κατακλεισμέν
ες
κατακλεισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
κατακλεισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατακλείνω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κατακλεισμένος
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες