κατακλυσμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακλυσμικός < κατακλυσμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diluvien)
Επίθετο[επεξεργασία]
κατακλυσμικός
- που έχει σχέση με τον κατακλυσμός ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακλυσμικός
|