Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατακλύζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακλύζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακλύζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈkli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακλύζω

κατακλύζω

  1. σκεπάζω με νερά, πλημμυρίζω
  2. (μεταφορικά) δίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, γεμίζω με κάτι
      "τον κατέκλυσε στα κοπλιμέντα"
      Ένα κύμα ζεστής τρυφερότητας ήρθε και την κατέκλυσε. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  3. (ναυτικός όρος) πληρώ δεξαμενές ή διαμερίσματα πλοίου ανοίγοντας τους κρουνούς κατακλύσεως

λείπει η κλίση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]