κατακρατημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακρατημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακρατώ, κατακρατούμαι / κατα- + κρατημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
κατακρατημένος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακρατημένος
|