κατακραυγάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακραυγάζω < ελληνιστική κοινή κατακραυγάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κατακραυγάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακραυγάζω | κατακραύγαζα | θα κατακραυγάζω | να κατακραυγάζω | κατακραυγάζοντας | |
β' ενικ. | κατακραυγάζεις | κατακραύγαζες | θα κατακραυγάζεις | να κατακραυγάζεις | κατακραύγαζε | |
γ' ενικ. | κατακραυγάζει | κατακραύγαζε | θα κατακραυγάζει | να κατακραυγάζει | ||
α' πληθ. | κατακραυγάζουμε | κατακραυγάζαμε | θα κατακραυγάζουμε | να κατακραυγάζουμε | ||
β' πληθ. | κατακραυγάζετε | κατακραυγάζατε | θα κατακραυγάζετε | να κατακραυγάζετε | κατακραυγάζετε | |
γ' πληθ. | κατακραυγάζουν(ε) | κατακραύγαζαν κατακραυγάζαν(ε) |
θα κατακραυγάζουν(ε) | να κατακραυγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακραύγασα | θα κατακραυγάσω | να κατακραυγάσω | κατακραυγάσει | ||
β' ενικ. | κατακραύγασες | θα κατακραυγάσεις | να κατακραυγάσεις | κατακραύγασε | ||
γ' ενικ. | κατακραύγασε | θα κατακραυγάσει | να κατακραυγάσει | |||
α' πληθ. | κατακραυγάσαμε | θα κατακραυγάσουμε | να κατακραυγάσουμε | |||
β' πληθ. | κατακραυγάσατε | θα κατακραυγάσετε | να κατακραυγάσετε | κατακραυγάστε | ||
γ' πληθ. | κατακραύγασαν κατακραυγάσαν(ε) |
θα κατακραυγάσουν(ε) | να κατακραυγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακραυγάσει | είχα κατακραυγάσει | θα έχω κατακραυγάσει | να έχω κατακραυγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακραυγάσει | είχες κατακραυγάσει | θα έχεις κατακραυγάσει | να έχεις κατακραυγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατακραυγάσει | είχε κατακραυγάσει | θα έχει κατακραυγάσει | να έχει κατακραυγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακραυγάσει | είχαμε κατακραυγάσει | θα έχουμε κατακραυγάσει | να έχουμε κατακραυγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακραυγάσει | είχατε κατακραυγάσει | θα έχετε κατακραυγάσει | να έχετε κατακραυγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακραυγάσει | είχαν κατακραυγάσει | θα έχουν κατακραυγάσει | να έχουν κατακραυγάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατακραυγάζω