κατακρημνίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κατακρημνίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του κατακρήμνιση
- εναλλακτικά: κατακρήμνισης
κατακρημνίσεως θηλυκό