κατακτάομαι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακτάομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]κατακτάομαι, συνηρημ.: κατακτῶμαι
- καταλαμβάνω, παίρνω την πλήρη κυριότητα
κατακτάομαι, συνηρημ.: κατακτῶμαι