κατακτητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατακτητής οι κατακτητές
      γενική του κατακτητή των κατακτητών
    αιτιατική τον κατακτητή τους κατακτητές
     κλητική κατακτητή κατακτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακτητής < κατακτώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conquérant)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.ktiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κτη‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατακτητής αρσενικό (θηλυκό: κατακτήτρια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]