κατακτητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακτητικός η κατακτητική το κατακτητικό
      γενική του κατακτητικού της κατακτητικής του κατακτητικού
    αιτιατική τον κατακτητικό την κατακτητική το κατακτητικό
     κλητική κατακτητικέ κατακτητική κατακτητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακτητικοί οι κατακτητικές τα κατακτητικά
      γενική των κατακτητικών των κατακτητικών των κατακτητικών
    αιτιατική τους κατακτητικούς τις κατακτητικές τα κατακτητικά
     κλητική κατακτητικοί κατακτητικές κατακτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακτητικός < κατακτώ + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κατακτητικός

"κατακτητικός πόλεμος"

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]