κατακτητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακτητικότητα < κατακτητικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατακτητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατακτητικού, το να είναι κάποιος κατακτητικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακτητικότητα
|