κατακτιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακτιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακτιέμαι

→ δείτε τη λέξη κατακτώμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]