κατακυρώνομαι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατακυρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατακυρώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | κατακυρώνομαι | κατακυρωνόμουν(α) | θα κατακυρώνομαι | να κατακυρώνομαι | ||
β' ενικ. | κατακυρώνεσαι | κατακυρωνόσουν(α) | θα κατακυρώνεσαι | να κατακυρώνεσαι | (κατακυρώνου) | |
γ' ενικ. | κατακυρώνεται | κατακυρωνόταν(ε) | θα κατακυρώνεται | να κατακυρώνεται | ||
α' πληθ. | κατακυρωνόμαστε | κατακυρωνόμαστε κατακυρωνόμασταν |
θα κατακυρωνόμαστε | να κατακυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κατακυρώνεστε | κατακυρωνόσαστε κατακυρωνόσασταν |
θα κατακυρώνεστε | να κατακυρώνεστε | (κατακυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | κατακυρώνονται | κατακυρώνονταν κατακυρωνόντουσαν |
θα κατακυρώνονται | να κατακυρώνονται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακυρώθηκα | θα κατακυρωθώ | να κατακυρωθώ | κατακυρωθεί | ||
β' ενικ. | κατακυρώθηκες | θα κατακυρωθείς | να κατακυρωθείς | κατακυρώσου | ||
γ' ενικ. | κατακυρώθηκε | θα κατακυρωθεί | να κατακυρωθεί | |||
α' πληθ. | κατακυρωθήκαμε | θα κατακυρωθούμε | να κατακυρωθούμε | |||
β' πληθ. | κατακυρωθήκατε | θα κατακυρωθείτε | να κατακυρωθείτε | κατακυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | κατακυρώθηκαν κατακυρωθήκαν(ε) |
θα κατακυρωθούν(ε) | να κατακυρωθούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατακυρωθεί | είχα κατακυρωθεί | θα έχω κατακυρωθεί | να έχω κατακυρωθεί | κατακυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατακυρωθεί | είχες κατακυρωθεί | θα έχεις κατακυρωθεί | να έχεις κατακυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατακυρωθεί | είχε κατακυρωθεί | θα έχει κατακυρωθεί | να έχει κατακυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακυρωθεί | είχαμε κατακυρωθεί | θα έχουμε κατακυρωθεί | να έχουμε κατακυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατακυρωθεί | είχατε κατακυρωθεί | θα έχετε κατακυρωθεί | να έχετε κατακυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακυρωθεί | είχαν κατακυρωθεί | θα έχουν κατακυρωθεί | να έχουν κατακυρωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακυρώνομαι