κατακόβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακόβω < κατα- + κόβω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακόβω

  • κόβω εντελώς, κόβω ιδιαίτερα / πολύ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]