κατακόρυφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακόρυφα < κατακόρυφος
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατακόρυφα
- σε κατακόρυφη θέση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακόρυφα
|