Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατακόρυφος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακόρυφος < κατα- + κορυφ(ή) + -ος, απόδοση για τη γαλλική vertical[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈko.ɾi.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακόρυφος

Επίθετο

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακόρυφος η κατακόρυφη
& κατακόρυφος
το κατακόρυφο
      γενική του κατακόρυφου
& κατακορύφου
της κατακόρυφης
& κατακορύφου
του κατακόρυφου
& κατακορύφου
    αιτιατική τον κατακόρυφο την κατακόρυφη
& κατακόρυφο
το κατακόρυφο
     κλητική κατακόρυφε κατακόρυφη
& κατακόρυφε
κατακόρυφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακόρυφοι οι κατακόρυφες
& κατακόρυφοι
τα κατακόρυφα
      γενική των κατακόρυφων
& κατακορύφων
των κατακόρυφων
& κατακορύφων
των κατακόρυφων
& κατακορύφων
    αιτιατική τους κατακόρυφους
& κατακορύφους
τις κατακόρυφες
& κατακορύφους
τα κατακόρυφα
     κλητική κατακόρυφοι κατακόρυφες
& κατακόρυφοι
κατακόρυφα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Κατακόρυφες γραμμές

κατακόρυφος, -η / -ος, -ο

  1. (γεωμετρία) που ακολουθεί τη διεύθυνση της βαρύτητας, που είναι κάθετος σε ένα οριζόντιο επίπεδο
  2. που έχει κατεύθυνση κάθετη προς το έδαφος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακόρυφος οι κατακόρυφοι
      γενική της κατακορύφου των κατακορύφων
    αιτιατική την κατακόρυφο τις κατακορύφους
     κλητική κατακόρυφε κατακόρυφοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άνδρας που κάνει κατακόρυφο

κατακόρυφος θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]