καταλάβατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταλάβατε

  1. β' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταλάβατε

  1. β' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω