καταλάβει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταλάβει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  3. θα καταλάβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαβαίνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταλάβει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω
  3. θα καταλάβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαμβάνω