Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταλήγω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλήγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλήγω (τελειώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική finir par, aboutir[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + λήγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈli.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταλήγω

καταλήγω, αόρ.: κατέληξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φτάνω στο τέρμα, τελειώνω σε ένα σημείο, σε κάποιο μέρος
      Ξεκινήσαμε για τα Μεσόγεια με σκοπό να καταλήξουμε στο Σούνιο. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: λήγω, απολήγω, φτάνω, οδηγώ
  2. (μεταφορικά) έχω μια συγκεκριμένη έκβαση, με θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα
  3. (μεταφορικά) αποβαίνω, καταντάω, φτάνω σε μια κατάσταση μειωτική
  4. γίνομαι κάτι διαφορετικό από ό,τι ήμουν προηγουμένως
  5. (και απρόσωπο)  δείτε καταλήγει και κατέληξε να (τρίτο πρόσωπο)
  6. συμπεραίνω
    καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ισχύει
  7. (γλωσσολογία) τελειώνω, λήγω σε (κάποια κατάληξη ή επίθημα)
  8. (επίσημο) πεθαίνω
      ο τραυματίας κατέληξε πριν φτάσει στο νοσοκομείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις κατά και λήγω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλήγω < κατα- + λήγω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα καταληκ-

θέμα καταληγ-