καταλαλήτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταλαλήτρα | οι | καταλαλήτρες |
γενική | της | καταλαλήτρας | — | |
αιτιατική | την | καταλαλήτρα | τις | καταλαλήτρες |
κλητική | καταλαλήτρα | καταλαλήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλαλήτρα < καταλαλητής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλαλήτρα[1] θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του καταλαλητής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλαλήτρα
|
- ↑ καταλαλήτρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)