Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταλαλιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλαλιά οι καταλαλιές
      γενική της καταλαλιάς των καταλαλιών
    αιτιατική την καταλαλιά τις καταλαλιές
     κλητική καταλαλιά καταλαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλαλιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταλαλιά < αρχαία ελληνική καταλαλέω / καταλαλῶ + -ιά. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + λαλιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ta.laˈʎa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταλαλιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταλαλιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις κατά και λαλώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταλαλιᾱ́ αἱ καταλαλιαί
      γενική τῆς καταλαλιᾶς τῶν καταλαλιῶν
      δοτική τῇ καταλαλι ταῖς καταλαλιαῖς
    αιτιατική τὴν καταλαλιᾱ́ν τὰς καταλαλιᾱ́ς
     κλητική ! καταλαλιᾱ́ καταλαλιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταλαλιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταλαλιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλαλιά (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταλαλέω / καταλαλ(ῶ) + -ιά < κατά + λαλέω / λαλῶ < λάλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταλαλιά θηλυκό