καταλληλότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταλληλότης | αἱ | καταλληλότητες | ||||
γενική | τῆς | καταλληλότητος | τῶν | καταλληλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | καταλληλότητῐ | ταῖς | καταλληλότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταλληλότητᾰ | τὰς | καταλληλότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | καταλληλότης | καταλληλότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλληλότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταλληλοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταλληλότης (ελληνιστική κοινή) < κατάλληλο(ς) (ταιριαστός, αρχαία σημασία: αντίστοιχος) + -της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταλληλότης, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (γραμματική) σωστή δομή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καταλληλία
- καταλλήλως (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις κατάλληλος και ἀλλήλους
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- και στην καθαρεύουσα: καταλληλότης: η καταλληλότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- καταλληλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -της, θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)