καταλληλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλληλότητα < κατάλληλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλληλότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατάλληλου
- από πολλές πλευρές αμφισβητείται η καταλληλότητα των νέων διδακτικών βιβλίων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλληλότητα