καταλογιστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλογιστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καταλογιστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλογιστό ουδέτερο
- (νομικός όρος) η ικανότητα για καταλογισμό
- ※ Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της πειθαρχικής ευθύνης του υπαλλήλου είναι οι εξής: α) η παράνομη πράξη ή παράλειψη, β) η υπαιτιότητα του υπαλλήλου (δόλος-αμέλεια), γ) το καταλογιστό, ήτοι να μη συντρέχουν λόγοι που αίρουν τον καταλογισμό. (Σπύρος Χριστοφορίδης, Δυσμενή μέτρα κατά δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εκδ. Σακκούλας, 2014, περίληψη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλογιστό